- περισπογγίζειν
- περισπογγίζωsponge all roundpres inf act (attic epic)περισπογγίζωsponge all roundpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περισπογγίζω — Α σφουγγίζω γύρω γύρω, καθαρίζω από παντού, ολόγυρα («ταὐτὸν θεραπεύειν καὶ περισπογγίζειν», Θεόφρ.) … Dictionary of Greek